- παλιγκότῳ
- παλίγκοτοςspitefulmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παλιγκοτώ — παλιγκοτῶ, έω (Α) [παλίγκοτος] (για πληγή) γίνομαι πάλι κακοήθης, υποτροπιάζω … Dictionary of Greek
παλιγκοταίνω — (Α) παλιγκοτώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλιγκοτῶ, κατά τα ρ. σε αίνω] … Dictionary of Greek
παλιγκότησις — παλιγκότησις, ἡ (Α) [παλιγκοτώ] υποτροπιασμός πληγής, η εκ νέου φλόγωση έλκους … Dictionary of Greek